αλπική φυλή

αλπική φυλή
Κύρια χαρακτηριστικά της είναι η έντονη βραχυκεφαλία (δηλαδή κεφάλι πολύ πλατύ σε σχέση με το μήκος του κρανίου), κεφαλικός δείκτης μεταξύ 85 και 87, πλατύ πρόσωπο, σχετικά μικρή και συχνά κυρτή μύτη, ανοιχτό χρώμα επιδερμίδας, όχι όμως τόσο όσο στη βόρεια φυλή, κυρίως καστανό χρώμα τριχών, συχνά όμως και ξανθό, μικρό ανάστημα (1,63 μ. κατά μέσο όρο), εύρωστο σώμα με τάση να εμφανίζεται κοντόχονδρο. Η α.φ. οφείλει το όνομά της στις Άλπεις, όπου απαντάται συχνότερα αυτός ο σωματικός τύπος, που αποτελεί τον πυρήνα του πληθυσμού στις ψηλές κοιλάδες του Πάδου, στη Βαλτελίνα και στην Καρνία (Ιταλία) και συναντάται ευρύτατα στη Γαλλία (Σαβοΐα, Βρετάνη, Οβέρνη), στην Ελβετία, στην κεντρική και νότια Γερμανία, στην Αυστρία, στην Ουγγαρία, στη νότια Πολωνία, στην Ουκρανία, στα Βαλκάνια και στα υψίπεδα της Μικράς Ασίας, της Αρμενίας, του Παμίρ, του Ιράν μέχρι τα Ιμαλάια. Ιδιαίτερες ποικιλίες της α.φ. είναι ο δειναρικός ή ιλλυρικός τύπος (ανάστημα 1,70 μ.), που απαντάται σε περιοχές της παλιάς Αυστροουγγαρίας και στα Βαλκάνια, o ανατολικός τύπος (αρμενικός), με μέτριο ανάστημα και γαμψή μύτη με αρκετά πλατύ άκρο και πλατιά πτερύγια σε σχήμα 6, ο παμιρικός τύπος, που συναντάται στο Ιράν, με ανάστημα μεγαλύτερο από τον μέσο όρο, πρόσωπο ωοειδές και μακρύ, μάτια και μαλλιά συχνά ανοιχτόχρωμα. Κοπέλες του Γκρεσονέ, με τις παραδοσιακές ζωηρόχρωμες φορεσιές, που φορούν ακόμη και σήμερα στις γιορτές (φωτ. Igda).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανδική φυλή — Λαός αυτοχθόνων της Αμερικής, τυπικός μόνο των Άνδεων, που στην καθαρή του μορφή έχει εκλείψει. Ωστόσο, ο όρος, που έχει πλέον εισαχθεί στην επιστημονική γλώσσα, συνδέεται με τον τύπο των αυτόχθονων Πουέμπλο, οι οποίοι απλώνονται στο μεγαλύτερο… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • κατσίκα ή γίδα ή αίγα — Γένος αρτιοδακτύλων μηρυκαστικών της μεγάλης οικογένειας των βοοειδών. Κατά την άποψη ορισμένων επιστημόνων, η κ. προέρχεται από τον αίγαγρο, ο οποίος ζει σε υψόμετρο έως 4.000 μ. στις ορεινές ζώνες της δυτικής Ασίας, στην Κρήτη και στις Κυκλάδες …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Νεπάλ — Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”